- ἐθέλονται
- ἐθέλωto be willingpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐθελονταί — ἐθελοντής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπομαι — ΜΑ [ἕπομαι] 1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν. β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.) 2. έχω στενές σχέσεις με κάποιον αρχ. 1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ἐθέλοντ' — ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act neut nom/voc/acc pl ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act masc acc sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)